- πικραίνεται
- πικραίνωmake sharppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) … Dictionary of Greek
πικραντικός — ή, όν, Α [πικραίνω] αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται. επίρρ... πικραντικῶς φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται … Dictionary of Greek
απίκραντος — η, ο (Α ἀπίκραντος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν πικράθηκε ή δεν πικραίνεται εύκολα, δεν δοκιμάστηκε, δεν ένιωσε θλίψη αρχ. αυτός που δεν πικρίζει, δεν έχει πικρή γεύση … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
χολιάρης — ο, θηλ. χολιάρα και ού, Ν αυτός που οργίζεται συχνά ή αυτός που πικραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ερωτ ιάρης)] … Dictionary of Greek
χολικιάρης — ο, θηλ. χολικιάρα ή ού, Ν αυτός που πικραίνεται εύκολα, χολιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολικός + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ερωτ ιάρης, χολ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ακακοκάρδιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν κακοκαρδίζει, δεν πικραίνεται εύκολα: Ήταν άνθρωπος ακακοκάρδιστος, αστενοχώρητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)